Saturday, August 30, 2008

Το καλοκαίρι…

ΒΡΑΔΙΝΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

( αυτό το υστερόγραφο μπαίνει πρώτο, όπως πρώτα μπαίνουν όλα τα υστερόγραφα της ζωής μου...)


Το Σαββατοκύριακο είχα την τύχη να με επισκεφθούν στη Μελίκη 5 φίλοι blogers για να με βοηθήσουν στις δουλειές!

Λεπτομέρειες μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Θα ήθελα να τους ευχαριστήσω και μέσω του blog μου.



Δεν έχω πολλές όμορφες αναμνήσεις από τα καλοκαίρια της ζωής μου.

Ήταν όλα πολύ σκληρά, πολύ ζόρικα. Όπως σκληρά και ζόρικα ήταν για όλους στο χωριό μου. Τα δικά μας καλοκαίρια δεν σήμαιναν θάλασσα, ξεγνοιασιά, διακοπές. Σήμαιναν δουλειά, άλλοι στα καπνά, άλλοι στα ροδάκινα, άλλοι στα ποτίσματα. Μικρά παιδιά, γρανάζια της παραγωγικής μηχανής των γωνιών μας. Σε μια μικρή κοινωνία δέσμια των αιωνίων προλήψεων και των προκαταλήψεων της. Καλοκαίρια που δεν θέλαμε ποτέ να ερχόταν.

Έτσι λοιπόν και εγώ κάθε καλοκαίρι, δεν έκανα τίποτε άλλο από το να περιμένω να περάσει. Να μετράω τις μέρες του μια προς μία. Και αυτές εκεί κολλημένες να φεύγουν βασανιστικά αργά, λες και το έκαναν επίτηδες. Ως και το ημερολόγιο συνωμοτούσε εναντίον μου, Ιούλιος 31, Αύγουστος 31!

Ετσι δύσκολα και αργά πέρασαν τα καλοκαίρια μου. Με μόνο φάρμακο τα όνειρα .Όνειρα και σχέδια για τον χειμώνα που έρχεται.


Κάθε χρόνο τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού έβρισκα τον εαυτό μου να καταστρώνει σχέδια για το χειμώνα: θα κάνω το ένα , θα κάνω το άλλο. Σχέδια για το χειμώνα και ελπίδες για το επόμενο καλοκαίρι. Και πάντα μια υπόσχεση, ότι αυτό θα είναι το τελευταίο άσχημο καλοκαίρι.

Πέρασαν τα χρόνια , άλλαξαν πολλά, κάναμε πολλά , πολλά εκτός από ένα. Το να είναι διαφορετικό το επόμενο καλοκαίρι…

Τα όνειρα μένανε πάντα όνειρα. Τα επόμενα καλοκαίρια ήταν το ίδιο σκληρά και όσο για τα σχέδια του χειμώνα, ούτε λόγος, κανένα δεν πραγματοποιούταν.

Όλα αυτά μέχρι που ήρθε ένα καλοκαίρι διαφορετικό από τα άλλα.


Ένα καλοκαίρι που ξεκίνησε όμορφα, ήταν όμορφο και έφυγε ακόμη πιο όμορφα. Ένα καλοκαίρι που ο ήλιος δεν έκαιγε, αλλά χαμογελούσε. Που τα βράδια του δεν περνούσαν βασανιστικά αργά, αλλά κυλούσαν όμορφα, γλυκά, γρήγορα, το ένα μετά το άλλο, πλημμυρισμένα από όμορφες λέξεις, από όμορφες σκέψεις, γεμάτα όμορφα όνειρα. Δεν έλειψε βέβαια ποτέ η μελαγχολία., γνωστός επισκέπτης των βραδιών μου.

Πάντα απρόσκλητη, πάντα αδυσώπητη, αλλά δικιά μου πολλή δικιά μου, κομμάτι του εαυτού μου.. Ίσως και να την έχω ανάγκη…

Δεν έκανα κανένα σχέδιο για το χειμώνα και το καλύτερο: δεν νοιάστηκα πως θα ναι το επόμενο καλοκαίρι. Γιατί αν είναι σαν και αυτό με το καλό να έρθει, σκεφτόμουν.

Ήταν ένα όμορφο καλοκαίρι, αυτό που σε λίγο φεύγει. Ούτε που κατάλαβα πότε πέρασε.

Το καλοκαίρι του blogging...



Για πρωτη φορά ένοιωσα ότι μπορεί κάποιοι- κάπου να με καταλαβαίνουν...

Για πρώτη ικανοποίησα την ανάγκη μου να μιλήσω...

Για πρώτη φορά ένοιωσα ότι κάποιοι ακούν αυτά που λέω...

Για πρώτη -ίσως και μοναδική- φορά ,νίκησα το τέρας.


Σας ευχαριστώ.

Tuesday, August 26, 2008

Η ανάρτηση ...

Αυτή η ανάρτηση δραπετεύει από την ¨επεξεργασία αναρτήσεων» του blog. Εκεί βρίσκεται φυλακισμένη εδώ και πολύ καιρό.

Συνεργοί στην δραπέτευση γνωστή σπείρα κακοποιών, με αρχηγό τη θλίψη.
Άλλα ξακουστά μέλη της συμμορίας είναι, το αλκοόλ, η τρέλα, ο ¨Mother's Little Helper ¨, η ματαιοδοξία, η μοναξιά και πολλοί ακόμη διάσημοι δραπέτες.


Δεν υπάρχει επαγγελματική τάξη που να μίσησα περισσότερο από τους ταχυδρόμους ! Δεν είναι μόνο τα γράμματα προς το θεό που μου επιστρέφουν πάντα αυτούσια, είναι και αυτό εδώ το γράμμα που στέλνω σε ένα άγνωστο-έτσι μου λένε-παραλήπτη.

Αγαπητέ Βασιλάκη.

Δεν σου κρατάω κακία που δεν ήρθες στη ζωή μου, που δε σε γνώρισα ακόμη. Που δεν ξέρω τίποτα για σένα, πως είσαι, σε ποιον μοιάζεις. Που δεν μάλωσα ποτέ για το με ποιόν μοιάζεις.

Δεν ξέρω τίποτε περισσότερο από το όνομα σου. Ναι, είμαι βέβαιος σε λένε Βασίλη-δεν θα μπορούσες με τίποτα να έχεις άλλο όνομα.

Σε καταλαβαίνω Βασιλάκη γιατί δεν ήρθες ακόμα, ίσως να μη δικαιολογώ πλήρως την επιλογή σου, αλλά σε καταλαβαίνω.

Δεν θα άντεχες τόσο βάρος. Το βάρος των προσδοκιών μου, για σένα.

Να περιμένουν όλοι τα πάντα από σένα, να στηρίζουν τόσοι πολλοί, τόσα πολλά σε σένα.

Ξέρεις καλά πως αν ερχόσουν, δεν θα χρωστούσες τίποτα. Δεν θα ήσουν υποχρεωμένος να φορτώνεσαι τα όνειρα τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις ...άλλων.

Δεν θα άντεχες με τίποτα να ζεις τη ζωή που άλλοι δεν έζησαν.

Να είσαι υποχρεωμένος να μην κάνεις τα λάθη που άλλοι έκαναν, να είσαι αναγκασμένος να κάνεις τις επιλογές που άλλοι δεν έκαναν,
και τέλος ,σαν αποδιοπομπαίος τράγος να φορτωθείς όλες τους τις ευθύνες, όλες τους τις αμαρτίες .

Ξέρεις καλά πόσο οδυνηρό θα είναι αυτό, Βασίλη.
Θα σου μάθουν να αγαπάς ότι άλλοι αγάπησαν ,να ποθείς ότι άλλοι πόθησαν, να πονάς για ότι άλλοι πόνεσαν.

Να ζεις μια ζωή που θα νομίζεις πως είναι δική σου, αλλά θα είναι αλλονών .

Και θα έρθει μια μέρα-το ξέρεις καλά - που δεν θα το αντέξεις όλο αυτό. Που θα μισήσεις ότι αγάπησες. Η μάλλον ότι νόμισες πως αγάπησες. Που θα μισήσεις και τον ίδιο σου τον εαυτό, και ας ξέρεις καλά πως δεν είναι ο εαυτός σου.

Και κάποια μέρα, κάποιο βράδυ, άγρυπνος, πνιγμένος στο αλκοόλ, διαλυμένος, να καταριέσαι τον εαυτό σου που δεν βρίσκει τη δύναμη να κάνει αυτό που από καιρό πήρες απόφαση να κάνεις .

Αυτό που δεν θα κάνεις. Ίσως ποτέ.
Υ.Γ.
Βασίλη, εγώ θα σε περιμένω.

Wednesday, August 20, 2008

Κάρμεν

Σήμερα είναι η τρίτη μέρα. Η τρίτη μέρα χωρίς υπολογιστή. Αν πω δυνατά, αν γράψω αυτό που σιγομουρμουρίζω ....Κάποιοι θα πουν ότι είναι υπερβολή. Ε, ας το πουν, εγώ κοντεύω να τρελαθώ. Πως ήταν η ζωή πριν το Internet; Δεν θυμάμαι.

Όμως θυμάμαι και κρατάω γερά ένα όνειρο, το να βρίσκω τον εαυτό μου στη μέση μιας μεγάλης παρέας. Και η Ιντερνική μας παρέα, ας πουμε ότι πλησιάζει το όνειρο μου.

Ίσως να μην καταλαβαίνετε ότι εγώ δεν έφυγα σχεδόν ποτέ από το χωριό, ότι τα εγκατέλειψα χωρίς να σπουδάσω, χωρίς να ζήσω τους χαβαλέδες και την μαγεία της φοιτητοπαρέας, ότι αφοσιώθηκα σε αυτό που επέλεξα να ακολουθήσω σαν επάγγελμα.

Το επέλεξα......

Πότε το επέλεξα; Μα για αυτό θέλω να μιλήσω για πρώτη φορά στην ζωή μου. Για πρώτη φορά.



Στην Ιταλία, ένα θλιμμένο ζεστό Αυγουστιάτικο απόγευμα, σε ένα μικρό δωματιάκι της Corso Garibaldi, πήρα την δύσκολη, την ζόρικη, την σκληρή απόφαση της επιστροφής. Ναι απόφαση δύσκολη, ζόρικη σκληρή, όπως είναι όλες οι αποφάσεις φυγής. Απόφαση που πάρθηκε ίσως χωρίς πολλή σκέψη, ίσως δεν άντεχε σε πολλή σκέψη.

Έτσι λοιπόν εκείνο το θλιμμένο απόγευμα, πνιγμένος στο αλκοόλ, στο κλάμα και στη μοναξιά, τυφλωμένος από μια σειρά πολύ ισχυρών παρορμήσεων και λίγες μόνο ώρες πριν από μια από τις δυο ομορφότερες μέρες της ζωής μου , αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Να εγκαταλείψω τις σπουδές, το όνειρο, και να γυρίσω πίσω ακολουθώντας το επάγγελμα της οικογενείας μου, αγρότης.

Την επομένη μάζεψα τα πράγματα μου και ετοιμάστηκα να φύγω, χωρίς να χαιρετίσω κανέναν. Άλλωστε δεν ήξερα κανέναν...

...Δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός , πάντα δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Ποτέ όμως δεν μπόρεσα να βγάλω από το μυαλό μου τη βεβαιότητα πως αυτό που έγινε εκείνο το βράδυ ήταν κάτι θεϊκό. Κάποιος Θεός, κάποιος άγνωστος για μένα Θεός, άφησε το σημάδι του εκείνο το τελευταίο βράδυ της σύντομης φοιτητικής μου ζωής, λίγες στιγμές πριν αφήσω οριστικά πίσω μου βιβλία, σημειώσεις, όνειρα...


...Ήταν τόσο όμορφη , μαύρα κατάμαυρα σγουρά μαλλιά, πρόσωπο αδύνατο μαυριδερό, μαύρα τεράστια μάτια, κορμί αδύνατο, σχεδόν σκελετωμένο.

"Τι όμορφη που είναι η Κάρμεν; Τι θεϊκά όμορφη!»

Η Κάρμεν, η Ισπανίδα που νοίκιαζε το διπλανό δωμάτιο .
Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, ήμουν τόσο αρρωστημένα ντροπαλός τότε για να της μιλήσω. Δεν την είχα καν προσέξει.

Η ζέστη υπερβολική εκείνο το βράδυ. Και εγώ με μαζεμένα τα πράγματα μου, περίμενα να ξημερώσει, κόβοντας βόλτες στον διάδρομο του ορόφου που ήταν τα δωμάτια των τεσσάρων συμφοιτητών μου.

Καθισμένη στο περβάζι του παραθύρου, με ένα λευκό αμάνικο φανελάκι, τόσο διάφανο που ακόμη και το φως του Αυγουστιάτικου φεγγαριού που την έλουζε, άφηνε να διαγράφεται καθαρά το μικροσκοπικό της στήθος.

Για πρώτη φορά στη ζωή μου, πετώντας από πάνω μου τη βαριά και αδιανόητη συστολή που στοίχειωνε τα εφηβικά μου χρόνια, αυτή που δεν μου επέτρεπε να πλησιάζω εύκολα κοπέλες, την πλησίασα και πιάσαμε κουβέντα.

Η τόσο όμορφη Κάρμεν καθισμένη στο περβάζι του παραθύρου, να λάμπει στο φως του φεγγαριού και εγώ όρθιος. Όρθιος για ώρες!!

Δεν θυμάμαι τίποτα περισσότερο από το ότι εκείνο το τελευταίο μου βράδυ στην Ιταλία, το βράδυ που έμελλε να γνωρίσω τον έρωτα στο κορμί της όμορφης Σπανιόλας Κάρμεν.

Δεν ξέρω πια μαγική δύναμη με έσπρωξε πάνω της, ποια μαγική δύναμη την έσπρωξε αυτή στην αγκαλιά μου. Και τι σημασία έχει;
Ήταν τόσο ωραία. Σαν όνειρο...

Είχε πια χαράξει και έπρεπε να φύγω για την πατρίδα. Να επιστρέψω, να γυρίσω πίσω, όπως είχα αποφασίσει.


Δυσκολεύτηκα να βρω τη δύναμη να ξεκολλήσω από το κορμί της, από το κορμί της που βυθισμένο σε έναν χαυνωμένο ύπνο, χανόταν μέσα στην αγκαλιά μου.

Ένοιωθα το σώμα μου, το μυαλό μου σακατεμένο. Θλίψη για το ότι έπρεπε να φύγω, χαρά για την επιστροφή, αλλά πάνω από όλα ένα κορμί, με ένα μυαλό σακατεμένο, διαλυμένο από την μαγεία του έρωτα. Ακόμα νομίζω ότι ακούω τους χτύπους από την καρδιά μου, έντονους, γρήγορους, και ταυτόχρονα αργούς, άρρυθμους.

Σαν σκηνές από ταινία προσεχώς περνούσε από μυαλό μου η ζωή που θα ζούσα . Μια ζωή που όμως ποτέ δεν έζησα...
Δεν θυμάμαι πως κατάφερα να σηκωθώ. Η έννοια μου μία, να μην την ξυπνήσω.
Ντύθηκα, μάζεψα τα λιγοστά μου πράγματα που δεν είχα ακόμη μαζέψει, ακούμπησα τα μαλλιά της με τα δυο μου χέρια, έσκυψα την φίλησα ανάλαφρα, ίσα ακουμπώντας τα χείλια μου στο μέτωπο της και ...έφυγα. Έφυγα. Χωρίς να την ξυπνήσω. Χωρίς να την χαιρετίσω.

Βγήκα στο δρόμο και κρατώντας σφιχτά τη βαλίτσα στο χέρι περπάτησα ως τον σταθμό του τρένου.

Ανέβηκα στο βαγόνι, κάθισα στη θέση και περίμενα την αναχώρηση.

Βέβαιος. Ήμουν τόσο καταραμένα βέβαιος για αυτό που ήθελα να κάνω .

Μόλις το τρένο άρχισε να τσουλάει ένοιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν.
Το βλέμμα της στοίχειωνε το μυαλό μου, η φωνή της βούιζε στο κεφάλι μου.
Την άκουγα να μου φωνάζει δυνατά. Μη φύγεις Νίκο, μη. Δεν πρέπει να φύγεις Νίκο

Ξέσπασα σε λυγμούς.

Ήθελα να σταματήσω το τρένο και να κατέβω.

Ηρέμησε Νίκο σκέφτηκα, θα κατέβω στον επόμενο σταθμό.

Το τρένο σταμάτησε σε πολλούς σταθμούς.
Δεν βρήκα τη δύναμη να κατέβω σε κανένα. Μόνο έκλαιγα.

Ο εγωισμός, αυτός ο αρρωστημένος μου εγωισμός, ο παντοτινός δυνάστης μου, δεν με άφησε ποτέ να κατέβω.
Είχα πάρει την απόφαση να φύγω οριστικά, να ζήσω τη ζωή που διάλεξα.

Μόνο που η ζωή αυτή δεν είχε καμία σχέση με τη ζωή που ονειρεύτηκα εκείνο το απόγευμα. Το όνειρο έγινε γρήγορα εφιάλτης , ένας εφιάλτης που έκτοτε ζω κάθε μέρα.

Πέρασαν πολλά χρόνια από εκείνο το μοιραίο απόγευμα.
Τα χρόνια της εφηβείας αποτελούν μια θολή ανάμνηση, δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτε. Δεν θέλω να θυμάμαι...
Όμως κάθε βράδυ, πριν πέσω για ύπνο έστω και για μια στιγμή βλέπω το βλέμμα της .

Έτσι όμορφη όπως τότε, έτσι θλιμμένη όπως τότε, έτσι σκοτεινή όπως τότε, να μου φωνάζει : "Γύρνα πίσω Νίκο. Μη φύγεις Νίκο".

Και εγώ κάθε βράδυ της κλείνω πονηρά το μάτι και της ψιθυρίζω:
«Θα γυρίσω Κάρμεν μου, μια μέρα θα γυρίσω, στο υπόσχομαι...»

Friday, August 15, 2008

Δεκαπενταυγουστος...

Της Παναγίας σήμερα φίλοι μου και σαν καλός χριστιανός δεν πήγα στη δουλειά μου. Έκανα και εγώ όπως κάνουν οι περισσότεροι, εκμεταλλεύτηκα τη θρησκεία για λίγη λούφα , γιατί όταν πρόκειται για λούφα φίλοι μου , γίνομαι μέχρι και θρήσκος.
Λένε ότι η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται . Έτσι είναι. Αλλά πώς να είναι καλή όταν ξυπνάς από τις μυρωδιές του γιορτινού μας φαγητού που ετοιμάζει η σύζυγος, ξυπνώντας από τα χαράματα για το έχει έτοιμο πριν πάει στην εκκλησία;
Ναι καλά ακούσατε, εκκλησία. Σιγά μην ήμασταν και οι δύο άθεοι! Πάντα πίστευα ότι ο ένας από τους δύο πρέπει να είναι πιστός. Για να υπάρχει και κάποιο «μέσον» για τα δύσκολα ρε αδερφέ!
Προσπάθησα να αγνοήσω τις προκλήσεις τις κουζίνας και να ξανακοιμηθώ αλλά μάταια.
Αλλά δεν ήταν η πείνα που δεν μ΄άφησε να κοιμηθώ . Αυτή την παλεύω . (Τώρα μάλιστα που έκλεισα 20 χαμένα κιλά ούτε λόγος για φαγητό!)
Ήταν ο παπάς ! Ναι ο παπάς. Ξέρετε στα χωριά μας η λειτουργία μεταδίδεται από τα βραχνά μεγάφωνα τις κοινότητας ,στη διαπασών. Είναι που είναι βραχνός ο πάτερ, είναι και τα μεγάφωνα βραχνά, πώς να κοιμηθείς . Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το κάνουν αυτό . Αν ήθελα να ακούσω ψαλμωδίες θα πήγαινα στις εκκλησία ,ή θα άνοιγα την τηλεόραση να απολαύσω τον Άνθιμο!
Τέλος πάντων είπα, ας μην κοιμηθώ , ουδέν κακό αμιγές καλού άλλωστε . Θα κάνω και σήμερα αυτό που έτσι και αλλιώς μ΄άρεσει να κάνω . Που πάντα δεν βλέπω την ώρα να κάνω.
Να την πέσω μπροστά στον υπολογιστή μου! Και θα περάσω εκεί τη μέρα μου, σεργιανίζοντας στον κόσμο.
Όχι δεν θα πάω στο καφενείο του χωριού σήμερα, βαριέμαι αφόρητα τα χρόνια πολλά …
Ούτε θα πάω στη δουλειά σήμερα- σαν καλός χριστιανός που είμαι(!)
Θα μείνω εδώ μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου. Θα σεργιανίσω όλα τα μπλογκς της γειτονιάς μου και παραπέρα, θα διαβάσω όλες τις εφημερίδες , θα ακούσω μουσική ,θα δω βίντεο στο youtube , θα γράψω meil σε φίλους.
Στις ψηφιακούς μου φίλους.
τους μόνους που έχω …
Και θα τραγουδώ …
«Μια φυλακή και πως να βγω μες από κει
ποια να ΄ναι η αρχή έρωτας, λάθος ή αφορμή;
Πριν να χαθώ, μες απ΄το τίποτα που ζω,
θα γεννηθώ σε άλλο κόσμο να βρεθώ.

Κι όλο ζητώ πανώ στο νήμα να σταθώ, καρδιά μου,
κι ακροβατώ από ένα θαύμα να πιαστώ Παναγιά μου,
φεύγει η ζωή μονάχη δίχως γυρισμό»

Εδώ μπροστά στην οθόνη υπολογιστή θα περάσω τη μέρα μου. Εδώ στη δική μου κιβωτό...

Και όταν θα έρθει το βράδυ, με πρησμένα μάτια από τα hertz θα τον κλείσω και θα βγω έξω .
Θα βγω έξω και θα πιω. Θα πιω όσο αντέχω. Όχι, θα πιω περισσότερο από όσο αντέχω.
Για να είμαι σε θέση να κάνω αυτό για το οποίο ζω .
Να επικοινωνήσω με το …θεό μου .


....και καθώς μεθυσμένος θα ακούω αυτό το τραγούδι, θα δακρύζω


Tuesday, August 12, 2008

Το Ταξίδι.

Τρέμω στην ιδέα ότι δεν θα κάνω ποτέ το ταξίδι.

Το ταξίδι που ονειρεύτηκα τόσες φορές ...
Το ταξίδι που θέλησα τόσο πολύ ,ΜΙΑ ΦΟΡΑ...
Το ταξίδι που ξέρω-το ξέρω καλά- πως δεν θα κάνω ποτέ...




Εδω και καιρό στριφογυρίζει στο μυαλό μου το παρακάτω κείμενο του Νίκου Δήμου.
Αυτό το κείμενο είναι οτι περισσότερο εχω αγαπήσει, διαβάζοντας.
Αυτό κείμενο έχει χαραχτεί βαθιά μέσα μου.
αυτό το κείμενο είμαι...ΕΓΩ.

Το αναρτώ αυτούσιο.


Ο άνθρωπος που ετοίμαζε το αυτοκίνητό του...

ΕΝΙΩΘΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ να είναι πάντα έτοιμος. 'Εβλεπε τη ζωή σαν προετοιμασία, προγύμναση, προπόνηση. 'Επρεπε πάντα να είναι σε φόρμα. Σωματικά και ψυχικά. Για κάτι σημαντικό που θα συνέβαινε, για μία περιπέτεια που θα απαιτούσε την μέγιστη απόδοση, για ένα μεγάλο πολύπλοκο ταξίδι στην άκρη των πάντων.

'Οταν ήταν παιδί, διάβαζε και ξαναδιάβαζε Ιούλιο Βερν, επιστημονική φαντασία, εξερευνήσεις, περιπέτειες. Μετά έκλεινε το βιβλίο και ξαναζούσε την πλοκή, βάζοντας τον εαυτό του στη θέση του ήρωα. 'Ηταν δεν ήταν έντεκα χρόνων, παραλίγο να παντρευτεί η αδερφή του έναν ομογενή, μεγαλοκτηματία στην Τανγκανίκα. Μήνες ολόκληρους πριν κοιμηθεί κάλπαζε μέσα σε απέραντες φυτείες κυνηγώντας λιοντάρια.

Μετά άρχισε να ονειρεύεται άλλες περιπέτειες, πιο ποιητικές. 'Εγραφε και στίχους. Ερωτεύτηκε αλλά δεν αγάπησε. Για λίγο καιρό στο πανεπιστήμιο μπλέχτηκε με πολιτικά, μπήκε σε νεολαίες. Συζητούσε για οράματα μιας άλλης ζωής. Μετασχηματισμός ή επανάσταση; Κι αυτά του φαίνονταν πάλι ταξίδια. Στο μέλλον, με πολύ μεγαλύτερο ρίσκο.

'Ωσπου μπήκε στη ζωή - από την πίσω πόρτα - κι άρχισε να κάνει αυτά που κάνουν όλοι. Δουλειά, σπίτι, παιδιά. Αλλά δεν έπαψε να ονειρεύεται. Και κάτι παραπάνω: Να ετοιμάζεται. Για τι πράγμα; Δεν ήξερε. 'Ηταν σίγουρος πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε ξαφνικά - και θα έπρεπε να ξεκινήσει. Να φύγει, να αλλάξει τόπο και ζωή. Παίρνοντας μαζί μόνο το αυτοκίνητό του.
Αυτό ήταν ο συνένοχος και ο σύντροφός του στα όνειρα. Γιατί, βέβαια, μόνος του δεν θα έφτανε μακριά. Ενώ με την βοήθεια του τετράτροχου φίλου, θα ταξίδευε σίγουρα τις μεγάλες αποστάσεις. Γι αυτό συνεχώς ετοίμαζε το αυτοκίνητό του.

Πρώτα το είχε πάντοτε γεμάτο με βενζίνα, ξέχειλο. "Σκέψου" μονολογούσε "να ξεκινάς και να μην βρίσκεις πρατήριο". Μόλις λοιπόν κατέβαινε ο δείκτης στα τρία τέταρτα, πήγαινε και το γέμιζε ως επάνω. Τον ήξεραν και στο βενζινάδικο: "φουλάρισμα - ένα χιλιάρικο!" φώναζε ο μικρός.

'Επειτα το συντηρούσε σχολαστικά. 'Αλλαζε λάδια κάθε χίλια χιλιόμετρα. ("Μπορεί να μη βρεις ΕΚΕΙ", σκεπτόταν, "και να πρέπει να κάνεις τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα με παλιό λάδι!" Που ήταν το ΕΚΕΙ, δεν ήξερε. 'Επρεπε όμως να λάβει υπ'όψη του όλα τα ενδεχόμενα.

Είχε μαζί του τα πάντα: Λάμπες για κάθε χρήση, ιμάντες, μπουζί, καπάκι ντιστριμπιτέρ, φίλτρα λαδιού και βενζίνας και πολλά άλλα ανταλλακτικά. Γέμιζαν το μισό πορτ-μπαγκαζ - όμως του έδιναν σιγουριά. ("Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε βρεί η βλάβη. Και πού!")
Ακόμα και προμήθειες κουβάλαγε στο αυτοκίνητο - λίγες αλλά βασικές. "Μπορεί να πεινάσω στο δρόμο", σκεπτόταν και είχε αποθηκεύσει φρυγανιές, κράκερς, ένα παγουράκι νερό. Τα άλλαζε μάλιστα από καιρό σε καιρό, να μην μπαγιατεύουν.

Το βράδυ, πριν κοιμηθεί, έκλεινε τα μάτια, σκεπτόταν το αυτοκίνητο πανέτοιμο και εξοπλισμένο ως τα μπούνια - και ένιωθε όμορφα. "Μπορώ να ξεκινήσω ανά πάσα στιγμή!" σκεπτόταν. "Ετοιμος!" Είχε και άδεια διεθνή στο αμάξι και τρίπτυχο, που το ανανέωνε τακτικά. 'Εδινε πίσω το παλιό - αχρησιμοποίητο - και έπαιρνε το καινούργιο.

Τελικά, βέβαια, πήγαινε μόνο σπίτι-γραφείο, γραφείο-σπίτι. Καμιά φορά, το βράδυ, στα περίχωρα για φαΐ. Σπάνια, πολύ σπάνια, εκδρομές. Παλιά, όταν ήταν πιο νέος κυκλοφορούσε περισσότερο με το αυτοκίνητο. Είχε κάνει και δύο ταξίδια στο εξωτερικό. Ιταλία. Τώρα, είχε δουλειά ως και τα Σαββατοκύριακα. Και μετά υποχρεώσεις, παιδιά, συγγενείς.

'Οσο όμως λιγότερο ταξίδευε, τόσο περισσότερο φρόντιζε το αυτοκίνητό του. Το γυάλιζε, το καθάριζε, το πλούτιζε με χρήσιμα αξεσουάρ, το συντηρούσε, το ετοίμαζε. Κάθε τρεις μέρες μετρούσε τα λάδια, τις στάθμες των υγρών, τις πιέσεις των ελαστικών. "Δεν ξέρεις ποτέ ποια στιγμή θα χρειαστεί να ξεκινήσεις", συλλογιζόταν.

Να ξεκινήσει για πού; Αυτό δεν είχε σημασία. Φανταζόταν τον εαυτό του να τρέχει σε ανοιχτούς δρόμους, με βροχές, χιόνια, ανέμους δυνατούς - και να κυνηγάει κάποιον προορισμό που έμενε πάντα μακρινός. 'Ισως να έψαχνε το Ιρκούτσκ του Μιχαήλ Στρογκώφ, ίσως ο δρόμος του ήταν η Παναμερικάνα - από τον Καναδά στην Παταγονία. Πήγαινε, έφευγε - μακριά από όλα, πιο κοντά σε τίποτα.

'Οχι πως είχε και κανένα εξαιρετικό αυτοκίνητο. 'Ηξερε από αμάξια, ήταν πάντα ενήμερος, αλλά, δυστυχώς, τα χρήματα δεν επαρκούσαν για καθαρόαιμο. Πάντως, όταν το αγόρασε, το είχε διαλέξει με προσοχή. Ενώ η γυναίκα του σκεπτόταν τις οικογενειακές ανάγκες, αυτός μετρούσε τις δυνατότητες για μεγάλα ταξίδια, την αντοχή σε ανώμαλους δρόμους, τις απαιτήσεις εξωτικών συνθηκών.

Αυτό ήταν το τρίτο του αμάξι. Τα προηγούμενα - που κι αυτά τα κρατούσε πάντα έτοιμα για μεγάλες αποδράσεις - δεν είχαν αξιωθεί να τις ζήσουν. 'Οταν γέρασαν, τα πούλησε - κυρίως διότι δεν θα επαρκούσαν πια στις ανάγκες του Ταξιδιού. Κι ένιωσε άσχημα, όταν τα αποχαιρετούσε, επειδή δεν εκπλήρωσε αυτό που κάθε μέρα τους υποσχόταν.

Το σημερινό του αυτοκίνητο ήταν ιαπωνικό ("πιο φθηνά και πιο γερά", έλεγε) εννέα ίππων και έξι ετών. Σκεπτόταν συχνά να το αλλάξει - αλλά με τις τιμές όπως είχαν απογειωθεί... Πάντως τον έτρωγε η ανησυχία, μήπως είχε γεράσει - μήπως το μοτέρ και η ανάρτηση δεν τα έβγαζαν πέρα, όταν θα έφτανε η στιγμή.

"Κι αν δεν έρθει η στιγμή;" ρωτούσε καμιά φορά τον εαυτό του. Αλλά αμέσως είχε υποκατάστατο όνειρο. Σ'αυτό, δεν έπαιρνε εντολή να φύγει. Ξεκινούσε από μόνος του. Κάποια στιγμή η ανάγκη ξεχείλιζε και - ξαφνικά, στην μέση μιας δουλειάς, στην μέση μιας ζωής - έφευγε. 'Επαιρνε δρόμο, διέσχιζε όλη την Ευρώπη (ανάμεσα σε δάση, ποτάμια, πύργους και πόλεις) κι έφτανε μετά στα όρια, εκεί που είναι μοναξιά, ομίχλη, έρημος και ορίζοντας. Αυτά, πάντα, πριν κοιμηθεί.

Την άλλη μέρα σπίτι-γραφείο, σπίτι-γραφείο. Καμία αλλαγή στην διαδρομή, εκτός από το ότι κάποτε έβρεχε - κι άλλοτε είχε λιακάδα. 'Αλλοτε διάλεγε κλασική μουσική κι άλλοτε ροκ. Τίποτε άλλο.

Βλάβες, χτυπήματα, τον γέμιζαν άγχος. 'Οσο το αυτοκίνητο διανυκτέρευε στο συνεργείο - αυτός δεν έκλεινε μάτι. "Κι αν χρειαστεί τώρα να φύγω;" 'Οταν ξαναγύριζε σπίτι, το όνειρο συνεχιζόταν: "Το παίρνω και φεύγω, περνάω χώρες, βουνά, κάμπους..."
'Ένιωθε έτοιμος. Αυτό ήταν το σημαντικό. Δεν ζούσε, αλλά περίμενε. Η αναμονή είχε αντικαταστήσει τη ζωή. Πάντοτε μέσα του αυτή η ένταση της ετοιμότητας, σαν την χορδή του τόξου. Πάντοτε μέσα του η άλλη πραγματικότητα - σαν υπόσχεση. Και το αυτοκίνητό του, προέκταση και σύντροφος, έτοιμο, ρυθμισμένο, ανυπόμονο.

Το ξεκίνημα το οραματιζόταν νύχτα. 'Εβλεπε τα ρείθρα του έρημου δρόμου να διαγράφονται άσπρα, υπερφωτισμένα, κάτω από τα μεγάλα φώτα ιωδίου. Στο βάθος, τα μάτια κάποιου ζώου να γυαλίζουν φευγαλέα στη δημοσιά. Ψύχραιμο, συστηματικό, γρήγορο οδήγημα - μπροστά του χιλιάδες χιλιόμετρα... Στροφές, ευθείες, άλλες στροφές. Η διαδοχή τους τον νανούριζε και τον κοίμιζε.

'Οσα χρόνια κι αν περνούσαν, το όνειρο ίσχυε πάντα. Η ετοιμότητα πλήρης, η αναμονή έντονη. 'Ισως εντονότερη με την πάροδο της ηλικίας. Τώρα το Ταξίδι έπαιρνε μυθικές διαστάσεις σαν τα παραμυθένια των γεωγράφων της αρχαιότητας, των χρονογράφων του Μεσαίωνα. Η Ατλαντίδα, οι Υπερβόρειοι, οι Κυνοκέφαλοι, τα νησιά των Μακάρων...

'Οταν, εντελώς ξαφνικά, έφυγε για την οριστική διαδρομή - (ελπίζω κι αυτή να είχε ωραίες στροφές κι ευθείες) βρήκανε το γέρικο αυτοκίνητο φορτωμένο ως επάνω εργαλεία, ανταλλακτικά, τρόφιμα.. "Τι τα κουβάλαγε όλα αυτά ο μακαρίτης;" αναρωτήθηκαν.

Το αμάξι πουλήθηκε σε ένα συνταξιούχο. Ούτε αυτό έκανε το Ταξίδι.

Friday, August 8, 2008

On the road...

Πόσο μπορεί να έχω αλλάξει αυτό το καλοκαίρι; Δεν είμαι ο ίδιος πια το ξέρω . Ίσως δεν είμαι τίποτα τελικά από αυτό που ως χθες νόμιζα ότι είμαι .
Τρεις μέρες διακοπές, έφταναν για να το καταλάβω.
Τρεις μέρες-τρία βιβλία, δεν έκανα τίποτε άλλο από το να διαβάζω στην παραλία.
Εγώ, που κορόιδευα όσους διαβάζουν στην παραλία…

Τρεις μέρες- τρία μαγικά ταξίδια του μυαλού., δεν έκανα τίποτε άλλο από το να ¨ταξιδεύω¨.
Εγώ που άλλο δεν έκανα στην παραλία από το κυνηγώ τα ¨αξιοθέατα¨…

Τρις μέρες-τρία μεθύσια , δεν έκανα τίποτε άλλο από το να μεθώ τα βράδια.
Εγώ που δεν έπινα ποτέ…

Τρεις μέρες –τρεις νύχτες.

Προσπαθώντας να μη σκέφτομαι τίποτα . Τίποτα άλλο από τον Χειμώνα που θα΄ρθει, Τον χειμώνα που όπως κάθε γαμημένο χειμώνα θα πεθαίνω…

¨Στην καρδιά του Ντένβερ , στην καρδιά του Ντένβερ
άλλο δεν έκανα από το να πεθαίνω¨

Έφτασα στο τελευταίο παράγραφο. Θα άξιζε κανείς να διαβάσει αυτό το υπέροχο βιβλίο μόνο και μόνο για αυτή την τελευταία παράγραφο.


…Ετσι όταν ο ήλιος δύει στην Αμερική και κάθομαι στην παλιά ξεχαρβαλωμένη αποβάθρα του ποταμού κοιτάζοντας τους απέραντους ουρανούς πάνω από το Νιου Τζέρσυ, και νοιώθω ολόκληρη αυτή την άγρια χώρα που απλώνεται με μια απίστευτα μεγάλη κοιλιά ως την Δυτική Ακτή , κι όλον αυτό το δρόμο που οδηγεί εκεί , όλους αυτούς τους ανθρώπους που ονειρεύονται μέσα στην απεραντοσύνη της- και στην Αϊοβα, το ξέρω, τα παιδιά τώρα θα κλαίνε μέσα σ΄αυτή τη χώρα που αφήνουν τα παιδιά να κλαίνε, κι αυτή τη νύχτα τα αστέρια θα ΄χουν βγει και δεν ξέρετε πως ο Θεός είναι η Μεγάλη Αρκτος; Ο Αποσπερίτης θα ρίχνει και θα σκορπίζει τώρα τις χλωμές του ακτίνες πάνω στο λειβάδι ,μόλις πριν από τη βαθιά νύχτα που ευλογεί τη γη , που σκοτεινιάζει όλα τα ποτάμια, που σκεπάζει όλες τις βουνοκορφές και κλείνει μέσα της ως και την τελευταία ακτή, και κανείς, κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί στον καθένα, πέρα από τα άθλια κουρέλια της ηλικίας μας που μεγαλώνει, σκέφτομαι τον Ντην Μόριαρτι , σκέφτομαι ακόμα τον γερο-Ντην Μόριαρτι, τον πατέρα , που δεν βρήκαμε ποτέ, σκέφτομαι τον Ντην Μόριαρτι.
Για να σκεφτώ δυνατά, ίσως για να τα ακούσουν όλοι, ίσως μόνο εγώ.

Θα σε περιμένω και αυτό ο χειμώνα να έρθεις να με πάρεις ,Ντην Μοριάρτι!

Παντοτινέ μου φίλε,
¨…σύντροφε του δρόμου, με τα αναρίθμητα κορίτσια σου με τις παρτούζες σου, με τους ήρωες σου , τις ηρωίδες σου, με όλες σου τις περιπέτειες. Πλάι –πλάι να παίρνουμε τους δρόμους , να γευόμαστε το καθετί, με τον χαρακτήρα της πρώτης μας υπέροχης φιλίας, που αργότερα θα γίνει και αυτή τόσο περίλυπη, τόσο μίζερη , τόσο άδεια… ¨
όπως όλες οι άλλες, Ντην .

Και να πηγαίνουμε
¨…χορεύοντας μέσα στους δρόμους σαν τρελοί, και να σέρνομαι από πίσω σου ,όπως κάνω σε όλη μου τη ζωή για ανθρώπους που με ενδιαφέρουν, γιατί οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι ΤΡΕΛΟΙ , αυτοί που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα, τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μια και μόνο στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται, η λένε ένα κοινότοπο πράγμα, αλλά που καίγονται, καίγονται, καίγονται….¨

θα με πάντα εδώ και θα σε περιμένω, Ντην Μόριαρτι.

Πόσο σ΄αγαπώ, Ντην Μόριαρτι...

Sunday, August 3, 2008

...Αυγουστιάτικο θέμα για συζήτηση!


Ουφ ,τι ήταν και αυτό το αποψινό!

Δυο ολόκληρες ώρες να περιμένω τον μ@λ@κ@ τον Χάρρυ να τα φτιάξει με τη Σάλυ!!! Αϊ σιχτίρ, μια φορά είπα και εγώ να γλιτώσω από το blogging και από το beer drinking , και έπεσα σε άλλο μαρτύριο φίλοι μου. Σαββατιάτικα κάθισα στην τηλεόραση να δω ταινία .

Και μη χειρότερα...

Μα τι τύπος και αυτός ο Χάρρυ , του πήρε μια …ταινία να την ερωτευτεί! Την υπέροχη Μεγκ Ραϊαν.

Εδώ κόντεψα να την ερωτευτώ εγώ ρε φίλε Χάρρυ . Τι γυναίκα , τι φοβερό μουτράκι , τι υπέροχα μάτια! Και αυτός εκεί αμετανόητος να θρηνεί για την Helen που τον παράτησε για έναν… φαλάκρα .

Άντρες...

Και συ ρε Σαλλίτσα ,που θα έβρισκες τόσο καλό και συμπονετικό παιδί. Κολλημένη με τον Τζο που αρνείται πεισματικά να σε παντρευτεί , αλλά την πιτσιρίκα θα την παντρευτεί στο άψε-σβήσε, μας έσπασες τα νευρά μέχρι να τον ερωτευτείς!

Γυναίκες…

Και εγώ σε όλη την ταινία να αναρωτιέμαι:

Μπορεί να υπάρξει αληθινή φιλία μεταξύ Άντρα και Γυναίκας , χωρίς να μπλεχτεί ο έρωτας;;;

Αιώνιο το ερώτημα . . .

Να λοιπόν …Αυγουστιάτικο θέμα για συζήτηση! Θα ήθελα πολύ να είχα μερικές γνώμες σας επ΄ αυτού.

Ας ξεκινήσω πρώτος και βλέπουμε . Γιατί μπορεί και να αλλάξω γνώμη.( Εξάλλου δεν φημίζομαι και για την προσήλωση στης αρχές μου ,πχ Πολιτική άλλαξα πέντε κόμματα και πάω για άλλα!).

Αρχές … τι ανούσια λέξη, τώρα που το σκέφτομαι . Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να έχουμε παγιωμένες αντιλήψεις. Εχω μια γνώμη την συγκεκριμένη στιγμή γιατί αυτή πιστεύω ότι είναι σωστή , αλλά αν πεισθώ ότι είναι λάθος , η ότι άλλη άποψη είναι ορθότερη , ευχαρίστως την αλλάζω.( ασχετο τώρα αυτό αλλά τελος πάντων)

Στο θέμα μας λοιπόν,.

Μπορεί να υπάρξει αληθινή φιλία (χωρίς έρωτα)μεταξύ Άντρα και Γυναίκας ;

Η γνώμη μου:

ΝΑΙ!

Μπορεί να υπάρξει μια πολύ καλή και θαυμάσια φιλία !

Βέβαια σε πολλές περιπτώσεις ο μικρός διαβολάκος ,κάποια στιγμή ,θα ψάξει τρόπο να τρυπώσει ανάμεσα στη φιλία. Αλλά στο χέρι μας είναι να τον κάνουμε πέρα.

Τι λέτε;