Το Πασοκ ήταν το κόμμα, που ως κυβέρνηση του «έλαχε ο κλήρος» να υπογράψει τη πρώτη μνημονιακή σύμβαση. Ο λόγος που το έκανε ήταν απλός. Δεν ήθελε με τίποτε να πάρει αντιδημοφιλή μέτρα, που θα το εξέθεταν στους πολίτες. Γι αυτό άλλωστε και ουδέν είχε πράξει το επτάμηνο από την ανάληψη της διακυβέρνησης (Οκτώβριος 2009) έως την υπογραφή του πρώτου μνημονίου (Μάϊος 2010). Επιδίωξη του ήταν να φορτώσει την ευθύνη σε κάποιους κακούς ξένους και μετά να τους παραδώσει βορά στη μήνη του λαού. Δεν του βγήκε. Η κοινωνία του χρέωσε το σύνολο της ευθύνης και το απαξίωσε εκλογικά.
Η συνταγή του μνημονίου δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Αλλά ακόμη και αυτή ουδέποτε τηρήθηκε, με αποτέλεσμα τα όποια θετικά αποτελέσματα να μην εμφανιστούν ποτέ. Εφαρμόστηκε αλά κάρτ. Το δείγμα γραφής στη τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβε η χώρα ήταν κάκιστο. Η κυβέρνηση του Πασοκ αρνήθηκε να μειώσει το πληθυσμό του δημοσίου, αρνήθηκε να κλείσει άχρηστους φορείς, αρνήθηκε να θίξει τα προνόμια συντεχνιών, συνδικαλιστών και επαγγελματιών εργατοπατέρων. Προσπάθησε να ισορροπήσει τις ιδεοληψίες της και τη προστασία των πελατών της με τη σκληρή πραγματικότητα. Περιορίστηκε σε κάποιες μικρές περικοπές των απολαβών των ΔΥ και έριξε το μεγαλύτερο βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής στους ώμους των επιχειρήσεων και της κοινωνίας με την επιβολή πολλαπλών και υψηλών φορολογιών. Κι αυτό ενώ ήταν γνωστό ότι η πολιτική δημοσιονομικής περιστολής θα οδηγούσε σε ένα περιβάλλον υψηλής και μακρόχρονης ύφεσης.
Από τη πρώτη στιγμή η ΝΔ στάθηκε αντίθετη στη συμφωνία με τη τρόϊκα. Τη πολέμησε με πάθος. Ιστορική έχει μείνει η τριλογία των «Ζαππείων», στην οποία κατακεραυνώνονταν οι προδότες και δίνονταν υποσχέσεις για σχίσιμο των μνημονίων. Εκ των υστέρων ο κος Σαμαράς έδωσε τη «πειστικότατη» εξήγηση ότι η στάση αυτή ήταν μονόδρομος για να μην καρπωθεί όλο το αντιπολιτευτικό όφελος η αριστερά. Από μόνη της η δικαιολογητική αυτή βάση είναι απολύτως ενδεικτική για τη ποιότητα και το ήθος της ηγεσίας της ΝΔ, αφού ομολόγησε πως τοποθετεί τη μέριμνα για τους εκλογικούς συσχετισμούς και τα εξ αυτών κομματικά οφέλη σαφώς υψηλότερα από την ίδια τη χώρα και τις ανάγκες της. Η πολιτική των Ζαππείων δημιούργησε εκτρώματα, που ξεπήδησαν από τη μήτρα της λαϊκής δεξιάς. Γέννησε τους καμένους και εκτόξευσε δημοσκοπικά και αργότερα εκλογικά τη χρυσή αυγή.
Η πρόταση του τότε πρωθυπουργού Παπανδρέου για διεξαγωγή δημοψηφίσματος προκάλεσε την «εσωκομματική» ανατροπή του. Σχηματίστηκε η τεχνοκρατική κυβέρνηση Παπαδήμου, η οποία υπέγραψε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, εξομάλυνε τις σχέσεις με τους δανειστές και οδήγησε τη χώρα στις διπλές εκλογές του 2012. Προηγήθηκε η κυβίστηση της ΝΔ , η οποία υποχρεώθηκε να την στηρίξει και να συμμετάσχει σε αυτήν.
Οι εκλογές του Ιουνίου του 2012 ανέδειξαν αξιωματική αντιπολίτευση τον σύριζα και τρικομματικό κυβερνητικό σχήμα με συμμετοχή των ΝΔ, Πασοκ και Δημαρ, υπό τη πρωθυπουργία του κου Σαμαρά. Το σχήμα άντεξε ένα χρόνο. Η Δημαρ δεν μπόρεσε να αναδείξει το μεταρρυθμιστικό πρόσωπο της αριστεράς. Αντιθέτως επικράτησαν οι αριστερές της «ευαισθησίες», που την οδήγησαν να νοσήσει από «αντιλαϊκή δυσπεψία» και να αποσυρθεί από τη κυβέρνηση φυλορροούσα.
Από το καλοκαίρι του 2013 η χώρα κυβερνάται από τη σύμπραξη της ΝΔ και του Πασοκ. Η συγκυβέρνηση διεκπεραίωσε τις απλές και εύκολες πρόνοιες του μνημονίου και όλες τις σοβαρές παρεμβάσεις, τις ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, τις απέφυγε και τις παρέπεμψε στο απώτερο μέλλον, επιδιώκοντας κάθε φορά που βρισκόταν υπό πίεση «πολιτική κάλυψη» από τις Βρυξέλλες, αιτούμενη «πολιτική» διαπραγμάτευση και χρησιμοποιώντας για εκφοβισμό των δανειστών το σκιάχτρο του σύριζα. Οι κόκκινες γραμμές απέναντι στη τρόϊκα έγιναν σύνηθες φαινόμενο. Κάθε φορά που απειλούνταν τμήματα του παρασιτικού οικοδομήματος, που μεθοδικά τα δύο κόμματα έκτισαν επί δεκαετίες, η κυβέρνηση αρνούνταν να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της και προέκυπτε κρίση στις σχέσεις με τη τρόϊκα. Μοναδικές σταθερές για 2,5 χρόνια παραμένουν η υπερφορολόγηση των πάντων και η παντί τρόπω προστασία του παρασιτισμού.
Μικρό διάστημα πριν τις ευρωεκλογές ο φόβος των δημοσκοπήσεων ώθησε το κο Σαμαρά να ξαναβρεί τον εαυτό του, εκείνο των Ζαππείων, και να καταφύγει σε σκληρή αντιμνημονιακή ρητορική σκίζοντας τα μνημόνια και διώχνοντας το ΔΝΤ. Η ΝΔ τερμάτισε δεύτερη στις ευρωεκλογές και από τότε αναδύθηκε σοβαρότερη από ποτέ η προοπτική ανάληψης της εξουσίας από τον σύριζα.
Έκτοτε οι συγκυβερνώντες αφιονίστηκαν. Βλέποντας να χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους κατέφυγαν σε εθνικοαπελευθερωτικές κραυγές, μιμούμενοι σε όλα τον αντίπαλο τους. Αποφάσισαν να ακολουθήσουν το σύριζα στο … γήπεδο του. Αντί να επιλέξουν μια ταχύρυθμη ριζοσπαστική μεταρρυθμιστική πολιτική, που θα έσπαγε τη ραχοκοκαλιά του παρασιτισμού, των συντεχνιών και των εργατοπατέρων του δημοσίου, μια πολιτική που θα συσπείρωνε τα σκεπτόμενα και αγωνιούντα κοινωνικά στρώματα, αφού δεν θα είχε δυσμενείς οικονομικές συνέπειες γι αυτά, που θα έδινε ανάσα και προοπτική στην ασφυκτιούσα οικονομία, προτίμησαν να υπερφαλαγγίσουν σε δημοκοπία και λαϊκισμό το μισητό αντίπαλο.
Κατακαλόκαιρο η κυβέρνηση διαμήνυσε στο πόπολο ότι δεν επιτρέπει στη τρόϊκα να επισκεφτεί την Αθήνα, για να μην πέφτει η ψυχολογία του κόσμου, και … της έκλεισε μονομερώς ραντεβού στο Παρίσι. «Τέρμα ο επίπονος σκληρός έλεγχος. Τώρα μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας μόνοι. Βγαίνουμε από το μνημόνιο. Η ανάπτυξη έρχεται». Αυτά ήσαν τα λόγια του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και κατά τη διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή. Στη ΔΕΘ άρχισε και η συνήθης προεκλογική παροχολογία. «Θα μειώσουμε τους φορολογικούς συντελεστές, θα ελαφρύνουμε τον ΕΝΦΙΑ, γιατί είναι άδικος» κλπ. Αποκορύφωμα απονενοημένης πολιτικής πράξης υπήρξε η αυτόκλητη επίσκεψη στο Βερολίνο, χωρίς τη παραμικρή προετοιμασία και με μηδενικά αποτελέσματα, αφού ο πρωθυπουργός συνάντησε τη παγερή άρνηση της καγκελαρίου στις εκκλήσεις του για «ανάσες» και πολιτική διαπραγμάτευση.
Την ίδια ώρα το Πασοκ, νιώθοντας με τη σειρά του πως υπερφαλαγγίζεται από τη νεοδημοκρατική ρητορία και παρακολουθώντας τη δημοσκοπική του καταβαράθρωση, φοβούμενο ακόμη και τον αποκλεισμό του από την επόμενη Βουλή, αισθάνθηκε την ανάγκη να προβάλει τις σοσιαλιστικές και ανθρωπιστικές του ευαισθησίες σε κάθε νέο νομοσχέδιο, με κάθε ευκαιρία. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής δεν αποδέχεται τη τροποποίηση του συνδικαλιστικού νόμου 1264/82, ούτε τις παρεμβάσεις στα μισθολόγια του δημοσίου, προαπαιτούμενα για τη θεσμοθέτηση των οποίων πιέζει η τρόϊκα.
Αυτό είναι σήμερα το σκηνικό. Μια κυβέρνηση που έχει χάσει τη ψυχραιμία της. Που ισχυρίζεται ότι το καταρρέον συνταξιοδοτικό είναι βιώσιμο ως το 2060, προκειμένου να αποφύγει την επανεξέταση του, αφού η οιαδήποτε «διόρθωση» του θα πλήξει το πυρήνα της εκλογικής βάσης των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων, που είναι κατά βάση οι συνταξιούχοι και οι αγρότες. Που έντρομη διαπιστώνει ότι οι εταίροι, οι οποίοι τη στήριζαν ως τώρα, την αντιμετωπίζουν πλέον ισότιμα με την αντιπολίτευση. Δεν την επιλέγουν πια ως προνομιακό συνομιλητή. Αποφεύγουν να της παράσχουν εκ νέου πολιτική στήριξη. Τους έχουν εκνευρίσει τα πεπραγμένα της. Ή μάλλον τα μη πεπραγμένα της. Και η απροθυμία της. Και το δείχνουν με κάθε ευκαιρία, όσο διπλωματική κι αν είναι η γλώσσα τους. Δεν εμφανίζονται διατεθειμένοι να υποχωρήσουν μπροστά στην απραξία και την αναβλητικότητα της κυβέρνησης να υλοποιήσει τα συμφωνημένα. Που σημειωτέον τα έχει ψηφίσει. Διαβλέπουν την επικράτηση του σύριζα και επιθυμούν να τον καταστήσουν συνυπεύθυνο ή να διαπραγματευθούν μαζί του, προτού προχωρήσουν σε κινήσεις «ελάφρυνσης» του χρέους ή στη παροχή νέας πιστωτικής γραμμής στήριξης. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για σκλήρυνση στάσης, όπως αρέσκεται η κυβέρνηση να τη θεωρεί. Πρόκειται για τη στάση που θα έπρεπε να έχουν υιοθετήσει οι εταίροι-δανειστές εξαρχής. Χωρίς χάρες, χωρίς ανοχές, χωρίς πολιτικές διευθετήσεις. Έλεγχος της προόδου των συμφωνημένων ψυχρά και τεχνοκρατικά. Διότι με την ανοχή τους (κατ’ άλλους και με τη συμβολή τους) επέτρεψαν στη συγκυβέρνηση να διαλύσει την ιδιωτική οικονομία (εκείνη που έπρεπε να ενισχυθεί) και να διατηρήσει άθικτο, απλά σε λίγο χαμηλότερο επίπεδο, το παρασιτικό οικοδόμημα του κράτους (που ήταν το πρώτο που χρειαζόταν κατεδάφιση και αναδόμηση).
Η πολιτική της συγκυβέρνησης ενδυναμώνει το σύριζα. Σε αυτόν καταφεύγουν οι καλομαθημένοι του πελατειακού συστήματος αναζητώντας προστασία, με την ελπίδα να παραμείνουν οι ωφελημένοι του συστήματος και στη περίπτωση διακυβέρνησης του. Αλλά σε αυτόν προσβλέπουν και οι αδύναμοι, οι απελπισμένοι, εκείνοι που δεν έχουν να χάσουν τίποτε, η φτωχοποιημένη από την υπερφορολόγηση μεσαία τάξη, όσοι έχουν απηυδίσει από τη διαφθορά, το νεποτισμό και τη δύναμη αδράνειας που χαρακτηρίζουν το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό. Κι ας ενσωματώνει ο σύριζα στις τάξεις του μεγάλο μέρος από το προερχόμενο από το Πασοκ τοιούτου φυράματος προσωπικό. Κι ας είναι εξοφθάλμως αδύνατη η υλοποίηση των υποσχέσεων του. Η κοινωνία για άλλη μία φορά θα ψηφίσει αρνητικά και όχι θετικά. Για να φύγουν οι «μισητοί» προηγούμενοι, όχι επειδή αξιολογεί και προκρίνει τη πρόταση των επόμενων.
Τα κόμματα της συγκυβέρνησης θα είναι αποκλειστικά υπεύθυνα για τις συνέπειες της τακτικής που επέλεξαν να ακολουθήσουν. Τόσο για την επικείμενη ήττα τους, όσο και για τη τύχη της χώρας. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε θέσει εκείνη την ατζέντα της αντιπαράθεσης με τον σύριζα. Να προχωρήσει με ιδιωτικοποιήσεις και άνοιγμα των αγορών. Να άρει κάθε μορφής προστατευτισμούς. Να υλοποιεί δεκάδες επί μέρους σημαντικές μεταρρυθμίσεις, που θα συσπειρώσουν κοινωνικές δυνάμεις και θα φέρουν σε θέση άμυνας την αντιπολίτευση. Να παίξει στο γήπεδο της. Τελικά επέλεξε να ακολουθήσει τον αντίπαλο της στον ολισθηρό δρόμο της δημοκοπίας και να τον αντιμετωπίσει στο δικό του γήπεδο. Γι αυτό και οι πιθανότητες νίκης δεν είναι με το μέρος της.