Από χθες διαβάζω το αριστούργημα του Μεξικάνου Κάρλος
Φουέντες (που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή): ¨ Ο θάνατος του Αρτεμιο Κρουζ¨. Ας
μοιραστούμε ένα χαρακτηριστικό και πολύ διδακτικό απόσπασμα όπου ο
ετοιμοθάνατος πλούσιος πλέον –πρώην φτωχός επαναστάτης-Κρουζ απευθύνεται στην
κόρη του και την γυναίκα του:
«…Εγώ επέζησα, Ρεχίνα. Πως λεγόσουν; Όχι εσύ Ρεχίνα. Πως λεγόσουν εσύ,
στρατιώτη δίχως όνομα.; Επέζησα. Εσείς πεθάνατε. Εγώ επέζησα. Αχ, με άφησαν
στην ησυχία μου. Νομίζουν πως αποκοιμήθηκα. Σε θυμήθηκα, θυμήθηκα το όνομα σου.
Όμως εσύ δεν έχεις όνομα. Προχωράτε και οι δυο προς το μέρος μου, πιασμένοι χέρι,
με τις κόγχες των ματιών σας άδειες, πιστεύοντας πως θα με πείσετε, πως θα
παρακαλέσετε την συμπόνια μου. Αχ, όχι. Δεν χρωστάω σε εσάς τη ζωή μου. Τη χρωστάω
στην έπαρση μου-με ακούτε;-, τη χρωστάω στην έπαρση μου.
Προκάλεσα. Τόλμησα.
Αρετές; Ταπεινοφροσύνη; Φιλανθρωπία; Χα, μπορεί να ζήσει κανείς και χωρίς αυτά,
μπορεί να ζήσει. Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς έπαρση. Φιλανθρωπία; Σε ποιόν θα του
χρησιμεύει; Ταπεινοφροσύνη; Εσύ, Καταλίνα, τι θα την είχες κάνει την
ταπεινοφροσύνη σου; Χάρη σε αυτήν θα με είχες νικήσει με την περιφρόνηση, θα με
είχες εγκαταλείψει. Τώρα ξέρω πως δίνεις άφεση στον εαυτό σου αναλογιζόμενη την
ιερότητα του μυστηρίου. Χα! Ας μην ήταν τα πλούτη μου, και δεν θα σε πείραζε
και τόσο να μου δώσεις διαζύγιο. Κι εσύ, Τερέζα, που παρόλο που σε συντηρώ, με
μισείς, με προσβάλεις, τι θα είχες καταφέρει μισώντας με μέσα στη δυστυχία,
προσβάλλοντας με στην φτώχεια;
Φανταστείτε τον εαυτό σας χωρίς την έπαρση μου,
υποκρίτριες, φανταστείτε πως είστε χαμένες μέσα στο πλήθος των πρησμένων
ποδιών, περιμένοντας εναγωνίως ένα λεωφόρο σε κάθε γωνιά της πόλης, φανταστείτε
πως είστε χαμένες μέσα στο πλήθος των πρησμένων ποδιών, φανταστείτε πως είστε
υπάλληλοι σε ένα κατάστημα, σε ένα γραφείο, χτυπώντας τη γραφομηχανή,
τυλίγοντας πακέτα, φανταστείτε πως κάνετε οικονομίες για να αγοράσετε ένα
αυτοκίνητο με γραμμάτια, ανάβοντας κεριά στην παναγία για να διατηρήσετε την
ψευδαίσθηση, πληρώνοντας μηνιαίες δόσεις σε ένα οικόπεδο, λαχταρώντας ένα
ψυγείο, φανταστείτε πως κάθεστε σε ένα συνοικιακό κινηματογράφο κάθε Σάββατο,
τρώγοντας φιστίκια, προσπαθώντας να βρείτε ταξί στην έξοδο, δειπνώντας έξω μια
φορά τον μήνα, φανταστείτε πως έχετε όλες τις δικαιολογίες από τις οποίες εγώ
σας γλίτωσα, φανταστείτε πως πρέπει να φωνάζετε πως δεν υπάρχει δεύτερη χώρα
σαν το Μεξικό για να νοιώθετε ζωντανές, φανταστείτε πως πρέπει να νοιώθετε
περήφανες για τα πάντσο και τον Καντίλφας, για την μουσική των μαριάτσι, για το
μόλε της Πουέμπλα για να νοιώθετε ζωντανές, αχ-αϊ, φανταστείτε πως πρέπει να
πιστεύετε αληθινά στα τάματα, στο προσκύνημα των ιερών τόπων, στην
αποτελεσματικότητα της προσευχής για να μείνετε ζωντανές,
-Domine, non sum
dignus….”
No comments:
Post a Comment
Πες το και έγινε!