Ο νομπελίστας Περουβιανός
συγγραφέας Μάριο Βάργκας Γιόσα στο σπουδαίο μυθιστόρημα του ¨Συζήτηση στον καθεδρικό¨
ή αλλιώς ¨Πότε πήραμε την κάτω βόλτα¨ διατυπώνει με γλαφυρό τρόπο το ερώτημα ¿En qué momento se había jodido el Perú?
το όποιο οι έλληνες μεταφραστές το μετέτρεψαν σε ¨πότε πήραμε την κάτω βόλτα¨
όχι άδικα, αφού ο ισπανικός πρωτότυπος τίτλος περιέχει το πολύ κοινό σε όλες
τις γλώσσες υβριστικό ρήμα!
Μέσα
από τις σελίδες του βιβλίου του ο μετέπειτα υποψήφιος πρόεδρος για την προεδρία
της χώρας του, Μάριο Βάρκας Γιόσα (ή Λιόσα), κάνει μια ανάδρομη στην ταραγμένη ιστορία
του Περού που
αντίστοιχή της βρίσκουμε και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου -και στη δική
μας. Μέσα από την ολιγόωρη συζήτηση του με τον πρωταγωνιστή της ιστορίας Σαντιάγο
Σαβέγια ο συγγραφέας συνεχώς αναρωτιέται πότε άρχισαν όλα να πηγαίνουν στραβά, και
έτσι οι αναγνώστες γινόμαστε μάρτυρες μιας παρακμής σε ολόκληρο το φάσμα της
ζωής της χώρας, όπου τα πάντα, από τις απλές ανθρώπινες σχέσεις μέχρι τις ιδεολογίες,
την κοινωνία και την πολιτική, βυθίζονται στην ευτέλεια.
Το
κλασικό μυθιστόρημα αυτό ήρθε στη σκέψη μου τις τελευταίες μέρες διαβάζοντας
την τοπική ειδησιογραφία αλλά και ζώντας από πρώτο χέρι τα τερτίπια των τοπικών
μας παραγόντων.
Η
υπόθεση λίγο πολύ γνωστή, αδύναμοι και μοιραίοι οι άνθρωποι που έλαχε να διαχειριστούν
τις τύχες του τόπου μας, μη μπορώντας να αντέξουν την κριτική για λάθη και παραλήψεις
τους, επιστράτευσαν ότι πιο σκοτεινό και χυδαίο διαθέτει αυτός ο τόπος όχι για
να αντικρούσουν επιχειρήματα αλλά για να βρίσουν και να λοιδορήσουν αυτούς που τόλμησαν
να κάνουν κριτική. Τι και αν τα στοιχεία ήταν αδιάσειστα, αντί να ντραπούν και
να ζητήσουν συγγνώμη για παραπτώματα τους που άπτονται της δημοσίας εικόνας και
ηθικής, αυτοί επιτέθηκαν με βρισιές όχι μονό σε πρόσωπα αλλά και σε κατηγορίες πολιτών.
( Λινκ ρουμλουκι)
Θεωρώ
ότι η κατάσταση που ζούμε στον τόπο μας τα τελευταία χρόνια δεν έχει να κάνει παρά
με το αποτέλεσμα της πλήρους απαξίωσης
της πολίτικης που και αυτή με τη σειρά της είναι απόρροια της κρίσης που ζούμε
στη χωρά μας σε οικονομικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Στοιχειά αυτής της παρακμής
υπάρχουν βεβαία σε πολλές χώρες από την Αμερική (Τραμπ )και την Αγγλία (δημοψήφισμα,
Φαρατζ) ως την Ιταλία (γκριλο) Ισπανία (ποδεμος
) και πολλά άλλα ακόμη παραδείγματα.
Στη
χωρά μας όμως τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Όπως ήταν αναμενόμενο η κρίση διέλυσε
και τα ελάχιστα στοιχεία πολιτικής ωριμότητας που διέθετε η ελληνική κοινωνία, που παρότι αδύναμα μπόρεσαν ωστόσο για πολλά χρόνια
να διατηρήσουν τη χωρά σε μια σχετική τροχιά ευημερίας, μέλλος του πύρινα της Ευρώπης.
Σήμερα
όμως αυτά όλα κατέρρευσαν. Η οργή (δίκαιη ή άδικη) για την οικονομική κατάσταση
έκανε τον Έλληνα να στραφεί κατά πάντων των ασχολούμενων με τα κοινά, εναντία
στην πολιτική γενικότερα, ενώ οι όχι λίγες φωνές που αντισταθήκαν σε αυτό τον καταστροφικό
ισοπεδωτισμό αγνοηθήκαν επιδεικτικά από
την πελιοψηφεια των συμπατριωτών μας. Στη
θέση των ομολογουμένως κακών πολίτικων μας εκλέξαμε πολύ χειρότερους, χαμηλού επιπέδου,
απροκάλυπτα ψεύτες και απατεώνες, σε πολλές περιπτώσεις. Τα αποτελέσματα αυτής
της αντίδρασης μας τα ζούμε καθημερινά με την κατάρρευση της χώρας την τελευταία
διετία.
Σε τοπικό επίπεδο ενδεικτικό αν και όχι απόλυτα
αντιπροσωπευτικό δείγμα του φαινόμενου που περιγράφουμε αποτελεί η σύνθεση του δημοτικού
συμβούλιου και η εικόνα του, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης περιλαμβανομένων.
Πρώτη
φορά παράχθηκε τόσο λίγο έργο, αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς ελάχιστα μονό από τα
πολλά προβλήματα, ενώ ο λαϊκισμός, η ευκολία του φαρισαϊσμού και οι ύβρεις περισσεύουν.
Το φαινόμενο ανθρώπων που δεν έχει ακουστεί
η φωνή τους ούτε μια φορά σε συνεδρίαση του οργάνου ή που πήραν τον λόγο μονό για να βρίσουν είναι συχνό,
όχι μονό στην πλειοψηφία που λίγο πολύ ήταν αναμενόμενο, αλλά και στην μειοψηφία
που πλην ελάχιστων εξαιρέσεων δεν παρίστανται καν στα έδρανα.
Κάπως
έτσι λοιπόν φτάσαμε στο απόλυτο πάτο που είδαμε να ξετυλίγεται σε όλο του το
θλιβερό μεγαλείο στα τοπικά μέσα δικτύωσης,
με τις ύβρεις και τις χυδαιότητες.
Ευλόγα
θα αναρωτηθεί κανείς πως θα βγούμε από αυτό το φαινόμενο αφού δεν είναι μόνο τοπικό.
Η απάντηση είναι απλή και στηρίζεται στη θεωρία του «πιο χαμηλά δεν γίνεται». Νομίζω
ότι μετά τις τελευταίες επιλογές σε εθνικό επίπεδο, η πολιτική και η κοινωνία έχει πιάσει πάτο και
δεν γίνεται να πάμε χαμηλότερα . Κινήματα
νέων ανθρώπων έχουν αρχίσει δειλά να δημιουργούνται, φωνές να ακούγονται, ενώ η
δημιουργική αυτή τη φορά αγανάκτηση ωθεί στην αναζήτηση λύσεων, Δεν γίνεται-δεν
αντέχουμε να συνεχιστεί άλλο αυτός ο παραλογισμός.
Η
νέα μέρα που αναπόφευκτα ξημερώνει για την χώρα δεν μας αφήνει περιθώρια για νέα
λάθη. Όπως και στην χώρα έτσι και στον τόπο μας δυνάμεις αλλαγής υπάρχουν πολλές
αν και δεν είναι ευδιάκριτες ακόμη. (εδώ λινκ στο κειμενο του φιλιππα)
Είμαστε υποχρεωμένοι για το μέλλον της κοινωνίας-
για τις ζωές μας τις ίδιες, να τις ψάξουμε ,να τις βρούμε και να ενταχτούμε οσο
μπορουμε σε αυτές. Μονό έτσι θα ξεκολλήσει αυτός ο τόπος από τον βάλτο.