Με αφορμή το δελτίο τύπου του Δήμου για την δοκιμαστική λειτουργία των σειρήνων θυμήθηκα ένα όμορφο διήγημα του Γιωργου Ιωάννου που διαβασα πρόσφατα.
'Οταν έστησαν τη σειρήνα πάνω στο γειτονικό σπίτι, μούδιασε η καρδιά μας και σκοτείνιασε, θαρρείς, το φως στην αυλή. Μέρα και νύχτα αυτήν είχαμε στο μυαλό μας - αυτήν και τον πόλεμο. Ως κι οι καβγάδες σταμάτησαν για ένα διάστημα στη συγκατοικία κι αντίθετα φούντωσαν τα ψιθυρίσματα για την πολιτική και τους βομβαρδισμούς. Μα, όταν μια μέρα έκαναν δοκιμαστικό συναγερμό και ούρλιαξε, μαζί με τις άλλες, κι η σειρήνα μας, ψήλωσε πια ο νους μας απ' το φόβο αλλά κι απ' το κρυφό καμάρι.
Απ' τον καιρό που η Ιταλία είχε βάλει πόδι στην Αρβανιτιά, είμασταν όλοι βέβαιοι πως οι Ιταλοί μια μέρα θα μας χτυπήσουν και πως την πόλη μας, οπωσδήποτε, θα τη βομβαρδίσουν. Εκείνο που φοβόμασταν απ' όλα πιο πολύ ήταν τα αέρια. Οι Ιταλοί είχαν ρίξει αέρια και στην Αβησσυνία. Μαζευόμασταν τα παιδιά και μιλούσαμε ξεφρενιασμένα για διάφορους τύπους αερίων που ακούγαμε. Εκτός από κείνα που σου φέρνουν ασφυξία, υπήρχαν κι εκείνα που σου καίνε το δέρμα. Μόλις πατήσεις έδαφος ποτισμένο με το αέριο αυτό, καίγονται τα ποδάρια σου. Εγώ είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει ν' αλλάζεις συνεχώς παπούτσια. Και είχα ένα μόνο ζευγάρι. γι' αυτό άλλωστε δεν έπαιζα μπάλα. 'Αλλοι μιλούσαν για κάτι μπόμπες πεντακοσίων κιλών, που τρυπούσαν, λέει, και το παχύτερο τσιμέντο, μα απ' αυτές δεν είχανε οι Ιταλοί παρά μονάχα οι Γερμανοί και οι Εγγλέζοι.
Τώρα, μου φαίνεται πως ήταν ωραίο το καλοκαίρι εκείνο του '39, μονολότι δεν πήγαμε στη Φλώρινα για την καθιερωμένη παραθέρισή μας. Τα πράγματα είχαν αρχίσει για καλά να σφίγγουν κι η μιζέρια ήταν παντού ολοφάνερη. Στις ταβέρνες τα γραμμόφωνα έπαιζαν ωστόσο το αλληγορικό εκείνο τραγουδάκι, που λίγο αργότερα το απαγόρεψαν οι αρχές:
'Οταν ένα σύκο μένει,
μη ζυγώνεις, Πολυξένη, στη συκιά,
γιατί ο δράκος σε προσμένει
να σου κάνει μια δουλειά πολύ κακιά...
Μετά την απαγόρεψη, ο κόσμος είπε πως η γυναίκα του τότε δικτάτορα την έλεγαν Πολυξένη. Αυτό δεν ήταν σωστό, όπως αργότερα διαπίστωσα, σημασία όμως έχει πως σκέφτεται ο κοσμάκης σε τέτοιες περιπτώσεις. Τα ίδια περίπου άκουσα ότι έλεγαν, όταν ο Πάγκαλος - άλλος εκείνος - απαγόρεψε τις κοντές φούστες. Δήθεν η γυναίκα - του είχε στραβά ποδάρια. Τρέχα να βρεις άκρη...
Στο μεταξύ, όλο το καλοκαίρι, στη Νεολαία μας κάμναν μαθήματα πρώτων βοηθειών και μεγάλες πορείες. Μας μάθαιναν επίσης ν' ανοίγουμε ορύγματα. 'Ημουν πολύ ταχτικός στις απογευματινές αυτές συγκεντρώσεις, ύστερα από ένα βρομόξυλο που έφαγα απ' τον ίδιο το φαλαγγάρχη μας. Με πίεζε επίσης κι ο πατέρας μου, που φοβόταν για τη δουλειά του.Γυρνούσα σπίτι σκοτεινά πια. 'Ολη η γειτονιά καθισμένη στις εξώπορτες κουτσομπόλευε και συζητούσε σιγανά για τον πόλεμο. Είχαμε μια σαλκιμιά, ριχτή στα κάγκελα σαν κισσός, κι ήταν η πόρτα μας ωραία για ρομάντζα. 'Ετρωγα σταφύλι και ψωμί, ντομάτα ή καρπούζι, κι ανέβαινα στα μισοσκότεινα να κοιμηθώ. Γκαζόλαμπα δεν πολυανάβαμε το καλοκαίρι για οικονομία και για τα κουνούπια. 'Ηδη την ελονοσία την είχα αρπάξει.
Καθώς προσπαθούσα να κοιμηθώ, άκουγα στην πόρτα τις γριές με τις βαριές ανατολίτικες φωνές τους να λένε αναστενάζοντας πως ίσως να ήρθε ο καιρός που θα πλέψει στην Πόλη το μοσχάρι στο αίμα. Τότε άγγελος Κυρίου θα φωνάξει δυνατά: "Σταματείστε τη σφαγή! Ιδού άνθρωπος ωραίος - και ξανθός και ρωμαλέος". Και θα βάλει τον πρίγκιπα απ' το ξανθό γένος στο θρόνο το βυζαντινό.
Μ' αυτά και μ' αυτά μ' έπαιρνε ο ύπνος. 'Αλλωστε, σηκωνόμουν πολύ πρωί γιατί κάθε μέρα προτού φάω το πρωινό μου, διάβαζα υποχρεωτικά ολόκληρη την αγία επιστολή:
"....κατηραμένος και αφορισμένος και ασυγχώρητος ο λάρρυγας όπου καταλύει Τετάρτην και Παρασκευήν κρέας και οψάριον άνευ σωματικής ασθενείας. Στοχασθήτε ότι θέλω ανοίξει τους καταρράκτας του ουρανού να βρέξω νερό κοχλάτο εις τας δέκα Φεβρουαρίου και κανείς δεν θα ηξεύρει και εις τας οκτώ Απριλίου αίμα και πυρ να κατακαύσω τας αμπέλους σας και τα χωράφια και τα χόρτα και θέλω ρίψει θηρία πτερωτά και ανήμερα να σας καταφάγουν και να φωνάζετε ο εις τον άλλον: εβγήτε σεις οι αποθαμένοι να έμβρωμεν ημείς οι ζωντανοί διότι δεν ημπορούμε να υποφέρωμεν την οργήν του παντοκράτορος Θεού και τον θυμόν του."
Απορώ πως δεν τρελάθηκα τότε.
'Ενα δειλινό ήρθε η είδηση πως ο γερμανικός στρατός όρμησε εναντίον της Πολωνίας. 'Ολη η συγκατοικία βγήκε απ' τα δωμάτια στη μεγάλη σάλα. Ο πόλεμος, που τόσο δε θέλαμε να αρχίσει. 'Ενας τσαγκάρης, ανόητα αριστερός, πετούσε απ' τη χαρά του. "Η Γερμανία είναι δικιά μας", φώναζε. Πήγε στο δωμάτιό - του κι έβαλε δυνατά πια στο γραμμόφωνο το "Βόλγα, Βόλγα ", που πάνω στο σκοπό του τραγουδιόταν ο ύμνος της τρίτης διεθνούς "Είμαστε όλοι αδέρφια, στα κρυφά στα φανερά...".
Το βραδάκι ανέβηκα στο Κουλέ - Καφέ κι άκουσα σ' ένα καφενείο την ελληνική εκπομπή του Βερολίνου. 'Ηταν η μόνη ξένη εκπομπή, που μπορούσε ν' ακούγεται δυνατά σε δημόσιους χώρους. Μου φαίνονταν όλα σκοτεινιασμένα. Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί. 'Οπως σκαρφάλωναν για τα σπίτια τους κατάκοποι με τα ζεμπίλια στα χέρια, σταματούσαν κι άκουγαν φαρμακωμένοι. Η καημένη η Πολωνία σαρώνονταν απ' τους Γερμανούς.
Στη Νεολαία άρχισαν να μας διδάσκουν πως να σπέρνουμε στις αυλές μας πατάτες, ντομάτες, καλαμπόκια και κάθε είδους ζαρζαβατικό. Επίσης πως να τρέφουμε κότες και κουνέλια. Οι αρχές προηγουμένως κυνηγούσαν τις κότες. έτσι άδικα των αδίκων είχαμε σφάξει και τη δικιά μας, που γεννούσε ωραία μεγάλα αυγά. Τώρα είχε αλλάξει η σχετική κοτοπολιτική. Απ' τα πάρκα είχαν ξεριζώσει τα λουλούδια κι είχαν σπείρει όλο λαχανικά. Μου άρεζαν πιο πολύ τα φυτά αυτά απ' τα λουλούδια. Στα μπακάλικα είχαν κάνει την εμφάνισή τους τρόφιμα με νέα ονόματα, όπως το σιτόρυζο, που δεν ήταν τίποτε άλλο από στάρι χοντραλεσμένο, μπλουγούρι δηλαδή, ενώ το πραγματικό ρύζι κι η ζάχαρη είχαν ανέβει σε ύψη αστρονομικά. Τότε διαδόθηκε πως στην Αθήνα ένας άξιος ηθοποιός βγήκε στη σκηνή και ρώτησε αναπάντεχα τον κόσμο:
-Να το πω; Να το πω;
-Να το πεις, του φώναξαν από κάτω, έτοιμοι να γελάσουν.
-Θα το πω κι ας το πιω, είπε εκείνος, εννοώντας το ρετσινόλαδο. Και συνέχισε:
Με - τάξι, Με - τάξι,
το ψωμί πήγε δεκάξι
και το λάδι θα πετάξει.
Χάλασε ο κόσμος στο χειροκρότημα. Φυσικά, οι πανταχού παρόντες αμέσως τον βούτηξαν. Κι ασφαλώς θα το ήπιε ο άνθρωπος το απαίσιο ρετσινόλαδο. "Ν' αγιάσει το στοματάκι του", κρυφολέγαμε εμείς, δημοκρατικοί ως το κόκαλο.
Στη σειρήνα είχαν βάλει πια βάρδιες, πολίτες της αεράμυνας, που σκύβαν από πάνω και πείραζαν τα κορίτσια στην αυλή. Ο κόσμος είχε αρχίσει να συνηθίζει την κατάσταση, απόδειξη πως έγιναν στην συγκατοικία μερικοί καβγάδες του καλού καιρού.
Μια καινούρια συγκάτοική μας, η επιλεγόμενη Χαρτού ή Μπαλαφούσκα - έριχνε τα χαρτιά κι ήταν πολύ χοντρή - άνοιξε πόλεμο σχεδόν μ' όλο το σπίτι. Στο τέλος, βγήκε στην αυλή με μια ταμπέλα τσίγκινη, που έγραφε, θαρρώ, "Πιλοποιείον", και χτυπώντας την σαν ντέφι την έδειχνε γύρω τριγύρω σ' όλο το κοινό για να δούνε πόσο σπουδαίος ήταν ο μακαρίτης ο άντρας της. 'Ομως η αυτοαποκαλούμενη "θεία του σπιτιού", η θεία δηλαδή του σπιτιού", η θεία δηλαδή του απουσιάζοντος σπιτονοικοκύρη, αμφισβήτησε τη γνησιότητα της ταμπέλας, οπότε έγινε πια χαλασμός Κυρίου. Τον επόμενο χρόνο και οι δυο αυτές γριές πέθαναν απ' την πείνα. Με τέτοια και με άλλα περνούσε ο καιρός, ενώ ο πόλεμος απλωνόταν στην Ευρώπη.
Στις τέσσερις του Αυγούστου έγινε στην κεντρική πλατεία η καθιερωμένη γιορτή, όπου και πήγαμε δια τον φόβον των ιουδαίων. Ηθοποιοί του βασιλικού θεάτρου με λιγωμένες φωνές και ξεκαρδιστικές χειρονομίες παρέστησαν διάφορα σκετς, για τη χώρα που σώζεται την τελευταία στιγμή απ' του λύκου το στόμα, για τον ελληνικό λαό που αρμενίζει πια σε πελάγη ευτυχίας και γαλήνης, και άλλα πασίγνωστα θέματα κάθε ολοκληρωτικής προπαγάνδας. Πάνω στα τείχη άναψε για τελευταία φορά η σχετική επιγραφή, καμωμένη με λαμπιόνια πολλά.
'Ομως στη γιορτή της Μεγαλόχαρης βγήκαν ξαφνικά απ' τα παράθυρα του αντικρυνού σπιτιού, όπου υπήρχε ραδιόφωνο δώδεκα λυχνιών, και μας φώναξαν πως είπε το Λονδίνο ότι στο λιμάνι της Τήνου ένα υποβρύχιο βούλιαξε το καταδρομικό μας "'Ελλη". Μουδιάσαμε. 'Ωστε ήρθε κιόλας ο πόλεμος; Την επομένη οι λογοκρινόμενες εφημερίδες είχαν πολλά και διάφορα για τον τορπιλισμό, τσιμουδιά όμως για την εθνικότητα του υποβρυχίου.
Μαύρα προαισθήματα μας κύκλωναν. Μια θεία μου ήρθε τρομαγμένη και μας είπε πως η κότα της λάλησε σαν πετεινός. Μια γνωστή μας πάλι έλεγε πως όλη τη νύχτα ούρλιαζε άγρια έξω από το σπίτι της κάποιο πράγμα, που σκυλί δεν ήταν. Πάντως ο μπακάλης κι ο φούρναρης έπαψαν ξαφνικά να μας δίνουν βερεσέ. Αυτό ήταν ένα γεγονός αναμφισβήτητο.
Εκείνες τις νύχτες έπεφταν άστρα πολλά. Η γιαγιά μου διηγήθηκε τότε πως είδε ένα άσχημο όνειρο. Το είχε ξαναδεί λίγες μέρες προτού οι Τούρκοι βάλουν σφαγή στο χωριό της. Ονειρεύτηκε τον ψηφιδωτό παντοκράτορα της εκκλησιάς της πατρίδας της να ξεκολλάει ξαφνικά απ' τον τρούλο και να πέφτει πάνω στο δάπεδο κι από πίσω του ν' ακολουθούν εκατομμύρια άστρα σαν σπίθες.
Τα σημάδια πλήθαιναν συνεχώς. Καλόγεροι μιλούσαν τη νύχτα στις γωνιές των δρόμων. Εικόνες δάκρυζαν ή μετακινούνταν. Στις εκκλησιές γίνονταν δεήσεις κι αγρυπνίες. 'Εγινε μια και στον 'Αγιο Δημήτριο. Εμείς τα παιδιά πήγαμε περισσότερο για να παίξουμε και να φάμε στις γωνιές σπόρια, μα σιγά σιγά το δέος μας συνεπήρε. Ο 'Αγιος Δημήτριος ήταν καμένος τότε κι η αγρυπνία γίνονταν σχεδόν μες στα χαλάσματα. Σε μια στιγμή το πλήθος όλο είχε γονατίσει και ψιθύριζε, ενώ ο παπάς δέονταν με σπαραγμό υπέρ της ειρήνης του κόσμου. Εγώ, θυμάμαι, παρακαλούσα για δύο πράγματα: να μη γίνει πόλεμος και να γίνω καλά απ' την ελονοσία, που με τυραννούσε. Παρόλα αυτά σε λίγες μέρες έπαθα πλευρίτιδα, κι ώσπου να το καταλάβω βρέθηκα σε μια κλινική, όπου με τάραξαν στις παρακεντήσεις.
'Ενα πρωί, μόλις είχα γίνει καλά, ακούσαμε στο δρόμο ζωηρές φωνές. Μια γειτονοπούλα με την εφημερίδα στα χέρια φώναζε δυνατά: "Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο". 'Ηταν μια τόση δα ειδησούλα στην τελευταία σελίδα. Την έβλεπες και δεν μπορούσες να το πιστέψεις. Σε λίγο, όμως, άρχισαν αλλεπάλληλα παραρτήματα και το πιστέψαμε για καλά. Συνεργεία τοιχοκολλούσαν με μεγάλη βιασύνη τη διαταγή επιστρατεύσεως. Οι νέοι άντρες κατηφόριζαν παρέες παρέες για το πενήντα σύνταγμα να ντυθούνε. Ο πατέρας μου, που λόγω της δουλειάς του φαντάρος δεν πήγαινε, πήρε ένα μπουκάλι κονιάκ και μας πότιζε όλους με το ζόρι. Είχε ανοίξει τα παράθυρα και κερνούσε τους περαστικούς. Λόγια μεγάλα δεν ακούγονταν, είναι αλήθεια, όμως κανένας δεν έβαζε με το νου του πως μπορούσαν οι Ιταλοί να βρεθούν μια μέρα μπροστά μας.
Μετά το μεσημέρι άρχισαν να περνούν απ' την Αγίου Δημητρίου οι φάλαγγες των επιστρατευμένων. Μόλις ακούγαμε τραγούδια, τρέχαμε στη γωνιά για να χειροκροτήσουμε. Γυναίκες και παιδιά πέφταν μέσα στη γραμμή και τους φιλούσαν.
'Οταν όμως πήρε να νυχτώνει μας έπιασε απελπισία. Τα φώτα του δήμου δεν άναψαν και στο σπίτι δεν μπορούσαμε ν' ανάψουμε φως, αν δεν βάζαμε στα παράθυρα κουβέρτες. Που να ξέραμε πως οι Ιταλοί δεν ήταν σε θέση να βομβαρδίσουνε τη νύχτα. Αργότερα θέλαμε μόνο συννεφιά ή σκοτάδι.
Την τέταρτη ή πέμπτη μέρα έγινε ένας συναγερμός κατά τις έντεκα το πρωί. Κατεβήκαμε στο υπόγειο κι αμέσως μια συγκάτοικη - μας έδωσε να βάλουμε μπαμπάκι στ' αυτιά μας. Στον υγρό τοίχο, τον περπατημένο απ' τους γυμνοσάλιαγκες, απλωνόταν ένα φιδοπουκάμισο. 'Ηταν το τελευταίο φιδοπουκάμισο του ιερού φιδιού του σπιτιού. 'Ωσπου να πούμε "μην το πειράζεις", ένα παιδί το ξεκόλλησε. Ο συναγερμός έληξε χωρίς αποτέλεσμα.
Σε καμιά ώρα δεύτερος συναγερμός. Αυτή τη φορά τρέξαμε σ' ένα δίπατο σπίτι, που έλεγαν πως είναι πιο γερό. 'Ηταν στο υπόγειο κόσμος πολύς. Ξαφνικά ακούστηκε μια μακρινή έκρηξη κι ύστερα συνέχεια άλλες που ζύγωναν. Ακούγαμε ολοκάθαρα τα βαριά αεροπλάνα να έρχονται κατά - πάνω μας. Πρέπει να πετούσαν πολύ χαμηλά. Ο κόσμος γονατισμένος έλεγε προσευχές, γυναίκες τσίριζαν. Είδα τη σκιά ενός αεροπλάνου απ' το παραθυράκι. 'Ένα απαίσιο σφύριγμα ακούστηκε κι ύστερα μια έκρηξη πολύ κοντά μας. Το παν πήγε κι ήρθε.τζάμια έσπασαν, χώματα μπουκάρισαν απ' το δρόμο. 'Υστερα έγινε γαλήνη. Θα ήταν η τελευταία μπόμπα - τους. Σε λίγο οι σειρήνες μακρινές σήμαναν λήξη. Η δικιά - μας όμως δεν ακούγονταν. Η μπόμπα είχε πέσει στην αυλή - μας κι είχε ρημάξει τα πάντα ένα γύρω.
Το βράδυ, σε ξένο κρεβάτι, αγκαλιά με παιδιά ξένα κυριεύτηκα ξαφνικά απ' το γλυκύτερο τράνταγμα που είχα νιώσει ποτέ μέχρι τότε. 'Ενα παχύρρευστο υγρό κολλούσε μες στα σκέλια - μου. Σειρήνες σήμαιναν τερπνά λήξη μέσα στο μισοϋπνι - μου. Είχα γίνει για καλά έφηβος πλέον.
Πηγή: www.sarantakos.com